ἐξιάομαι
English (LSJ)
fut. -άσομαι, Ion. -ήσομαι:—
A cure thoroughly, Hdt.3.132,134, E.Rh.872, Ph.1.541; φόβους Pl.Lg.933c; πείνην ἢ δίψαν Id.Phlb.54e; make full amends for, τὴν βλάβην Id.Lg.879a; πόλεως ἅλωσιν E.El.1024.
fut. -άσομαι, Ion. -ήσομαι:—
A cure thoroughly, Hdt.3.132,134, E.Rh.872, Ph.1.541; φόβους Pl.Lg.933c; πείνην ἢ δίψαν Id.Phlb.54e; make full amends for, τὴν βλάβην Id.Lg.879a; πόλεως ἅλωσιν E.El.1024.