συναλιάζω
English (LSJ)
Dor. 3sg. aor. ξυναλίαξε, (ἁλία) = sq., Ar.Lys.93.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾱλιάζω: μέλλ. -ξω, (ἁλία) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93.
Dor. 3sg. aor. ξυναλίαξε, (ἁλία) = sq., Ar.Lys.93.
συνᾱλιάζω: μέλλ. -ξω, (ἁλία) = τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Λυσ. 93.