μεταλλακτός

Revision as of 09:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

όν,

   A changed, altered, δαίμων A.Th. 706 (lyr.).    II to be changed or altered, Pi.Fr.220.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλλακτός: -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεταβεβλημένος, ἠλλοιωμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 706. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ μεταβάλῃ ἢ ἀλλοιώσῃ, Πινδ. Ἀποσπ. 241.