ὁ, (ῥαίω)
A ravening in the sea, δράκων Nic.Th.828.
ἁλιρραίστης: ὁ, (ῥαίω) ὁ ὡς μαινόμενος διασχίζων τὴν θάλασσαν ὁ καταστρεπτικός, δράκων, Νικ. Θ. 828.