[ῠ], ον,
A not planted, χῶρος X.Oec.20.22.
[Seite 416] nicht bepflanzt, χῶρος Xen. Oec. 20, 22.
ἀφύτευτος: -ον, ὁ μὴ πεφυτευμένος, χῶρος Ξεν. Οἰκ. 20. 22.