and ποστήμορον, τό,
A fraction, Gloss.
ποστημόριον: τὸ, τί μέρος ἢ κλάσμα τινός; π. ὥρας; Ὠριγ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 294C.