παρέσχατος

Revision as of 09:26, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

ον,

   A last but one, Ph.2.66 : fem. παρεσχάτη (sc. συλλαβή), penultimate, Apollon.Lex.s.v. ἀγρονόμοι.

German (Pape)

[Seite 519] ον, der vorletzte, Sp., bes. Gramm., vgl. Schaef. Greg. Cor. p. 65.

Greek (Liddell-Scott)

παρέσχᾰτος: -ον, ὁ προτελευταῖος, Φίλων, 2.66, κτλ.· ἴδε Schäf. εἰς Γρηγόρ. Κορίνθ. 65· - παρεσχάτη = ἡ παραλήγουσα, «τῆς παρεσχάτης ὀξυτονουμένης» Ἀπολλωνίου Λεξικ. Ὁμ. ἐν λ. ἀγρονόμοι (σ. 28).