μίλτινος
English (LSJ)
η, ον,
A of μίλτος, γραμμή Plu.2.1081b, cf. Cleom.2.1; τὸ μ., = μίλτος 1, Plu.2.287d.
German (Pape)
[Seite 186] = μίλτειος; τὸ μίλτινον, die rothe Farbe, Plut. qu. Rom. 98; μιλτίνη γραμμή, adv. Stoic. 40.
Greek (Liddell-Scott)
μίλτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μίλτου· τὸ μίλτινον = μίλτος ΙΙ, Πλούτ. 2. 1081Β.