ἡγεσία
English (LSJ)
ἡ, ἡγέομαἰ
A = ἥγησις, Hsch. (ἡγεσκίης· ὁδηγησίας cod.).
German (Pape)
[Seite 1151] ἡ, das Wegweisen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεσία: ἡ, (ἡγέομαι) = ἥγησις, Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. 2. σ. 172. 91.
ἡ, ἡγέομαἰ
A = ἥγησις, Hsch. (ἡγεσκίης· ὁδηγησίας cod.).
[Seite 1151] ἡ, das Wegweisen, Hesych.
ἡγεσία: ἡ, (ἡγέομαι) = ἥγησις, Ἡσύχ., Γρηγ. Ναζ. 2. σ. 172. 91.