διανακλάομαι
English (LSJ)
Pass.,
A to be reflected, Arist.Pr.934a22.
Greek (Liddell-Scott)
διανακλάομαι: παθ., ἐντελῶς ἀντανακλῶμαι, Ἀριστ. Προβλ. 23. 23.
Pass.,
A to be reflected, Arist.Pr.934a22.
διανακλάομαι: παθ., ἐντελῶς ἀντανακλῶμαι, Ἀριστ. Προβλ. 23. 23.