ξεινίζω
English (LSJ)
ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος,
A v. ξεν-.
Greek (Liddell-Scott)
ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.
ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος,
A v. ξεν-.
ξεινίζω: ξεινίη, ξεινικός, ξείνιον, ξείνιος, Ἰων. ἀντὶ ξεν-.