ῥητροφύλαξ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A keeper of archives, Phot., Suid., EM703.46.
Greek (Liddell-Scott)
ῥητροφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ φύλαξ τῶν ἀρχείων, ἀρχειοφύλαξ, Φώτ., κλ.
[ῠ], ᾰκος, ὁ,
A keeper of archives, Phot., Suid., EM703.46.
ῥητροφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ φύλαξ τῶν ἀρχείων, ἀρχειοφύλαξ, Φώτ., κλ.