αὐτοπροαίρετος
English (LSJ)
ον,
A self-chosen, κακία Hierocl. in CA24p.473M., cf. Ps.- Plu.Vit.Hom.105. Adv. -τως, κολάζεσθαι Simp. in Epict.p.108 D. II Act., self-acting, acting of free will, Proll.Hermog. in Rh.4.27 W.; τὸ αὐ. τε καὶ αὐτεξούσιον free will, Olymp. in Grg.p.264J.
German (Pape)
[Seite 400] freiwillig übernommen, Hierocl., nach freier Willkür handelnd, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπροαίρετος: -ον, ὁ τῇ ἰδίᾳ προαιρέσει γινόμενος, Βί. Ὁμ. 105. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἰδίᾳ προαιρέσει ἐνεργῶν, Ἀριστ. Φυτ. 1. 2, 17, Ρήτορες (Walz) τ. 4. σ. 27. 3. -Ἐπίρ. -τως Ἐκκλ.