δυσεπικούρητος
English (LSJ)
ον,
A hard to meet, ἀπορία Alcid.Soph.21.
German (Pape)
[Seite 679] dem schwer zu helfen; ἀπορία Alcidam. de soph. 677. 9.
Greek (Liddell-Scott)
δυσεπικούρητος: -ον, δυσβοήθητος, ἀπορία Ἀλκιδάμ. 6. 86.
ον,
A hard to meet, ἀπορία Alcid.Soph.21.
[Seite 679] dem schwer zu helfen; ἀπορία Alcidam. de soph. 677. 9.
δυσεπικούρητος: -ον, δυσβοήθητος, ἀπορία Ἀλκιδάμ. 6. 86.