παρέστιος

Revision as of 09:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

English (LSJ)

ον,(ἑστία)

   A by or at the hearth, λοιβαί S.El.269, cf. Ant. 372, E.Med.1334; ἡ δ' εἴσω πελάνους καῖεν π. A.R.4.713.

German (Pape)

[Seite 518] neben oder bei dem Heerde, am Heerde; κτανοῦσα γὰρ τὸν σον κάσιν παρέστιον, Eur. Med. 1334; λοιβαί, Soph. El. 269; übh. = ἐφέστιος, μήτ' ἐμοὶ παρέστιος γένοιτο, ὃς τάδ' ἔρδει, Ant. 373; Ap. Rh. 4, 713.

Greek (Liddell-Scott)

παρέστιος: ον (ἑστία) ὁ παρὰ τὴν ἑστίαν ἢ ἐπ’ αὐτῆς, παρεστίους σπένδοντα λιβὰς Σοφ. Ἠλ. 269· - καθόλου, = ἐφέστιος, Σοφ. Ἀντ. 372, Εὐρ. Μήδ. 1334.