πολυκλόνητος

Revision as of 09:28, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

German (Pape)

[Seite 664] viel bewegt, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

πολυκλόνητος: -ον, ὁ πολὺ κλονούμενος, πολὺ ἢ πάντοτε κινούμενος, Συνέσ. 98Α.