ή, όν,
A approved, Diog.Bab.Stoic.3.219, cf. 49, D. L.7.105.
[Seite 653] erprobt, bewährt, D. L. 7, 105 u. a. Sp.
δοκιμαστός: -ή, -όν, (δοκιμάζω), δεδοκιμασμένος, Διογ. Λ. 7. 105.