εως, ὁ, (ἀμφιάζω)
A garment, LXX Jb.22.6, al.
[Seite 136] ἡ (ἀμφιάζω), das Umthun, Kleid, Sp.
ἀμφίᾰσις: -εως, ἡ, (ἀμφιάζω) «ἀμφίασιν γυμνῶν ἀφείλου», ἔνδυμα, περίβλημα, περιβολή, Ἑβδ. (Ἰώβ, κβ΄, 6, καὶ ἀλλ.): ὁ Ἡσύχιος ἑρμηνεύει «ἀμφίασιν, σκέπην».