ἐνδιαίτησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dwelling in a place, Ph.1.334 (pl.), 2.234, Them.Or.27.334a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαίτησις: ἡ, = τῷ προηγ., Φίλων Ι. 334, 35. Ἐν Πλουτ. Ἠθ. 493C πλημμ. γραφ. ἀντὶ ἐκδ-.
εως, ἡ,
A dwelling in a place, Ph.1.334 (pl.), 2.234, Them.Or.27.334a.
ἐνδιαίτησις: ἡ, = τῷ προηγ., Φίλων Ι. 334, 35. Ἐν Πλουτ. Ἠθ. 493C πλημμ. γραφ. ἀντὶ ἐκδ-.