γλύκανσις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A sweetening, Thphr.CP 4.4.5.
Greek (Liddell-Scott)
γλύκανσις: -εως, ἡ, γλυκαίνειν, ποιεῖν τι γλυκύ, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 4, 5.
εως, ἡ,
A sweetening, Thphr.CP 4.4.5.
γλύκανσις: -εως, ἡ, γλυκαίνειν, ποιεῖν τι γλυκύ, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 4, 5.