τό,
A balsam-wood, Str.16.2.41, Dsc.1.19, Plin.HN 12.118, Gal.10.466, Gp.7.13.4.
[Seite 281] τό, Holz des Balsambaumes, Diosc.
ξῠλοβάλσᾰμον: τό, ξύλον τοῦ βαλσαμοδένδρου, Διοσκ. 4. 18, Στράβ. 763, Πλίν.