διαστίζω

Revision as of 09:30, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A distinguish by a mark, punctuate, [οὐ] ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Arist.Rh.1407b13: generally, distinguish, Stob.2.7.3c.    2 spot, mottle, Nonn.D. 28.130.    3 brand, Just.Nov.115.4.

German (Pape)

[Seite 604] (s. στίζω), mit Punkten unterscheiden, interpungiren, Arist. rhet. 3, 5; übh. = unterscheiden, Stob.; – fleckig, bunt machen, Nonn. D. 28, 130.

Greek (Liddell-Scott)

διαστίζω: διὰ στιγμῆς διαχωρίζωδιακρίνω, θέτω σημεῖον στίξεως, οὐ ῥᾴδιον διαστίξαι τὰ Ἡρακλείτου Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6· ποιῶ τι διάστικτον, ποικίλλω διὰ στιγμάτων, Νόνν. Δ. 28. 130.