ἀψαυστία
English (LSJ)
ἡ,
A want of contact, Iamb. in Nic.p.57P.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψαυστία: ἡ, τὸ μὴ ψαύεσθαι, ἐπὶ γραμμῶν παραλλήλων μὴ ψαυομένων, Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. σ. 81C.
ἡ,
A want of contact, Iamb. in Nic.p.57P.
ἀψαυστία: ἡ, τὸ μὴ ψαύεσθαι, ἐπὶ γραμμῶν παραλλήλων μὴ ψαυομένων, Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. σ. 81C.