τό, Dim. of ἀκρίς, in metaph. sense,
A spikelet, Dsc.2.94.
[Seite 82] τό, kleine Heuschrecke, Dioscr.
ἀκρίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀκρίς, Διοσκ. 2. 116.