συντεκνόω

Revision as of 09:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

   A breed, ζῷα Ar.Th.15.    II produce or rear children with another, Stud.Pont.38 (Phazimonitis), 85 (ibid.), 159 (Amasia).

Greek (Liddell-Scott)

συντεκνόω: ἀνατρέφω, ζῷα Ἀριστοφ. Θεσμ. 15. ΙΙ. γεννῶ ἢ ἀνατρέφω τέκνα μετά τινος ἄλλου, συντεκνοποιῶ, Συλλ. Ἐπιγρ. 4180.