εἴσκλησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A summons, Cat. Cod. Astr.2.195.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσκλησις: -εως, ἡ, πρόσκλησις ἐντός, Ἀνδρέας Χαρτοφύλαξ ἐν Hardt, Catal. Codd. grr. Monacens, τ. 5, σ. 306.
εως, ἡ,
A summons, Cat. Cod. Astr.2.195.
εἴσκλησις: -εως, ἡ, πρόσκλησις ἐντός, Ἀνδρέας Χαρτοφύλαξ ἐν Hardt, Catal. Codd. grr. Monacens, τ. 5, σ. 306.