ἀνδροκόνος
English (LSJ)
ον,
A = ἀνδροκτόνος (q.v.), AB 394, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροκόνος: -ον, = ἀνδροκτόνος, ὃ ἴδε, «ἀνδροκόνοι· ἀνδροφόνοι» Ἡσύχ., Α. Β. 394.
ον,
A = ἀνδροκτόνος (q.v.), AB 394, Hsch.
ἀνδροκόνος: -ον, = ἀνδροκτόνος, ὃ ἴδε, «ἀνδροκόνοι· ἀνδροφόνοι» Ἡσύχ., Α. Β. 394.