ὀκταμερής
English (LSJ)
ές,
A of or in eight parts, D.L.7.110.
German (Pape)
[Seite 317] ές, achttheilig, aus acht Theilen bestehend, D. L. 7, 110.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτᾰμερής: -ές, ὁ ἐξ ὀκτὼ μερῶν ἀποτελούμενος, Διογ. Λ. 7. 110.
ές,
A of or in eight parts, D.L.7.110.
[Seite 317] ές, achttheilig, aus acht Theilen bestehend, D. L. 7, 110.
ὀκτᾰμερής: -ές, ὁ ἐξ ὀκτὼ μερῶν ἀποτελούμενος, Διογ. Λ. 7. 110.