ές, (ἀδήν)
A glandular, Herophil. ap. Gal.UP14.11:— ἀδενώδη φύματα Plu.2.664f, cf. Gal.UP14.13, Sor.1.12.
ἀδενοειδής: -ές, (εἶδος) ὅμοιος ἀδένι, ἔχων εἶδος ἀδένος, Γαλην.: ― συνῃρ., ἀδενώδη φύματα, Πλούτ. 2. 664F.