ατος, τό,
A act of authority: pl., δ. Μοιρῶν decrees of fate, Man.4.38.
[Seite 551] τό, Herrschaft, Maneth. 4, 38.
δέσποσμα: τό, δεσποτικὴ θέλησις, δεσποτικὴ ἀρχή, Μανέθ. 4. 38.