πιεστήριος

Revision as of 09:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_18)

English (LSJ)

later πῐαστήριος, ον,

   A pressing, squeezing, πιαστήρια ὄργανα Heliod. ap. Orib.49.4.68.    II πιεστήριον, τό, press, Dsc.4.75; Dor. πιαστήριον Gloss.

German (Pape)

[Seite 613] drückend, pressend (?).

Greek (Liddell-Scott)

πιεστήριος: -ον, ὁ πιέζων, συνθλίβων, πιεστηρίων ὀργάνων Ἡλιόδ. ἐν Schneid. Ed. Phys. 1. σ. 467 (ἔνθα κακῶς πιατηρίων)· ― πιεστήριον (ἐξυπ. ὄργανον), τό, ὡς καὶ νῦν, μηχανὴ πρὸς πίεσιν, Συνέσ. 201C· Δωρ. πιαστήριον, Γλωσσ.