πιεστήριος
English (LSJ)
later πῐαστήριος, ον,
A pressing, squeezing, πιαστήρια ὄργανα Heliod. ap. Orib.49.4.68. II πιεστήριον, τό, press, Dsc.4.75; Dor. πιαστήριον Gloss.
German (Pape)
[Seite 613] drückend, pressend (?).
Greek (Liddell-Scott)
πιεστήριος: -ον, ὁ πιέζων, συνθλίβων, πιεστηρίων ὀργάνων Ἡλιόδ. ἐν Schneid. Ed. Phys. 1. σ. 467 (ἔνθα κακῶς πιατηρίων)· ― πιεστήριον (ἐξυπ. ὄργανον), τό, ὡς καὶ νῦν, μηχανὴ πρὸς πίεσιν, Συνέσ. 201C· Δωρ. πιαστήριον, Γλωσσ.