χρυσεόπλοκος
English (LSJ)
ον,
A inwoven with gold, ταινίαι B.16.106.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεόπλοκος: -ον, χρυσῷ πεπλεγμένος, χρυσόπλεκτος, ταινία Βακχυλ. 16. 106, ἔκδ. Blass.
ον,
A inwoven with gold, ταινίαι B.16.106.
χρῡσεόπλοκος: -ον, χρυσῷ πεπλεγμένος, χρυσόπλεκτος, ταινία Βακχυλ. 16. 106, ἔκδ. Blass.