ἀπαρίθμησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A counting over, ὀνομάτων Th. 5.20, cf. Alex.Aphr. in Top.425.8, Procl.in Prm.p.908 S., in Ti.1.15 D., al.:—Adj. ἀπᾰριθμ-ητικός, ή, όν, Sch.Hermog.Id. in Rh.7.1027 W.
German (Pape)
[Seite 280] ἡ, das Aufzählen, Thuc. 5, 20; Schol. Il. 1, 1 vom Schiffskatalog.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰρίθμησις: -εως, ἡ, τὸ ἀπαριθμεῖν, ὀνομάτων Θουκ. 5. 20· ἐπὶ πληρωμῆς χρημάτων, Γρηγ. Ναζ. - Ὡσαύτως, ἐπίθ. -ητικός, ή, όν, Ρήτορες (Walz) 7. 1027. - Ρημ. ἐπίθ. -ητέον Βυζ.