ὁ,
A injection, instillation, Antyll. ap. Orib.10.26.1, Sor.1.56, Hippiatr. 68.
[Seite 714] ὁ, die Infusion, Medic.
ἐγχῠματισμός: ὁ, ἔγχυσις, Ἱεροκλ. ἐν Ἱππιατρ. σ. 6.