ἀποβρύκω

Revision as of 09:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_1)

English (LSJ)

[ῡ],

   A bite off, eat greedily of, τῶν κρεῶν (partit. gen.) Eub. 42: abs., bite in pieces, Archipp.35; ἀπέβρυξεν is v.l. (Planud.) for -έβροξεν in AP7.506 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 298] abbeißen; ἀπέβρυκον τῶν κρεῶν Eubul. Ath. XIII, 572 a; Leon. Al. 30 (VI, 302).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβρύκω: (ῡ) δάκνων ἀποσπῶ, τρώγω λαιμάργως, τῶν κρεῶν, (γενικ. μεριστ.) ἐκ τῶν κρεῶν, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4· ἀπολ. κατασπαράσσω διὰ τῶν ὀδόντων, Ἄρχιππ. ἐν «Πλούτῳ»2· - τὸ ἐν Ἀνθ. Π. 7. 506, 8 ἀπέβρωξεν ὁ Πλανούδ. γράφει ἀπέβρυξεν.