δασυπώγων
English (LSJ)
ωνος, ὁ, ἡ,
A shaggy-bearded, Ar.Th.33.
German (Pape)
[Seite 524] ωνος , mit dichtem Bart, Ar. Th. 33; Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσυπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυκνότριχα γενειάδα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 33.
ωνος, ὁ, ἡ,
A shaggy-bearded, Ar.Th.33.
[Seite 524] ωνος , mit dichtem Bart, Ar. Th. 33; Tzetz.
δᾰσυπώγων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πυκνότριχα γενειάδα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 33.