ἐλαιόδευτος
English (LSJ)
ον,
A = ἐλαιόβροχος, Suid., Zonar.
German (Pape)
[Seite 788] dasselbe, VLL., die es ἐλαιόβρεκτον erklären.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιόδευτος: -ον, = τῷ προηγ., Σουΐδ., Ζωναρ. 688.
ον,
A = ἐλαιόβροχος, Suid., Zonar.
[Seite 788] dasselbe, VLL., die es ἐλαιόβρεκτον erklären.
ἐλαιόδευτος: -ον, = τῷ προηγ., Σουΐδ., Ζωναρ. 688.