ῥικνότης

Revision as of 09:32, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A shrivelledness, Hsch. s.v. διερρικνοῦντο.

German (Pape)

[Seite 843] ητος, ἡ, zusammengezogenes, krummes, runzliges Wesen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ῥικνότης: -ητος, ἡ, «καμπυλότης» (Ἡσύχ. ἐν λέξ. διερρικνοῦτο), Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 933Α.