A = γριπεύω, Hsch.: metaph., of netting a profit, Lib.et Bas.Epp.14.1, cf. Et. Gud.d s.v. γρυμεία.
[Seite 506] = γριπεύω, VLL.
γριπίζω: γριπεύω, Ἡσύχ.˙ μεταφ. , Λιβάν. Ἐπιστ. 1593.