δύσδεικτος
English (LSJ)
ον,
A hard to prove, θεωρήματα Gal. 15.139.
German (Pape)
[Seite 677] schwer zu zeigen, zu erweisen, Clem. Al. strom. 5 p. 695.
Greek (Liddell-Scott)
δύσδεικτος: -ον, δυσαπόδεικτος, Κλήμ. Ἀλ. 695.
ον,
A hard to prove, θεωρήματα Gal. 15.139.
[Seite 677] schwer zu zeigen, zu erweisen, Clem. Al. strom. 5 p. 695.
δύσδεικτος: -ον, δυσαπόδεικτος, Κλήμ. Ἀλ. 695.