καρποσπόρος
English (LSJ)
ον,
A sowing fruit, Man.4.256.
German (Pape)
[Seite 1329] Frucht säend, Man. 4, 256.
Greek (Liddell-Scott)
καρποσπόρος: -ον, ὁ σπείρων καρπόν, Μανέθων 4. 256.
ον,
A sowing fruit, Man.4.256.
[Seite 1329] Frucht säend, Man. 4, 256.
καρποσπόρος: -ον, ὁ σπείρων καρπόν, Μανέθων 4. 256.