μονόκαμπτος

Revision as of 09:33, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_17)

English (LSJ)

ον,

   A with one bend, δάκτυλος (toe) Arist.HA494a15.

German (Pape)

[Seite 203] mit einer Biegung, einem Gelenk, Arist. H. A. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

μονόκαμπτος: -ον, ὁ εἰς ἓν μόνον μέρος καμπτόμενος, ἔχων μίαν μόνον κάμψιν, μονόκαμπτοι δὲ πάντες οἱ κάτω δάκτυλοι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 7.