τροχηλασία
English (LSJ)
ἡ,
A locomotion, metaph. of the mutability of human life, Hp.Ep.17.
Greek (Liddell-Scott)
τροχηλᾰσία: ἡ, τὸ τροχηλατεῖν, ἡ τῶν τροχῶν περιφορά, ἁρματηλασία, Ἱππ. 1283. 14.
ἡ,
A locomotion, metaph. of the mutability of human life, Hp.Ep.17.
τροχηλᾰσία: ἡ, τὸ τροχηλατεῖν, ἡ τῶν τροχῶν περιφορά, ἁρματηλασία, Ἱππ. 1283. 14.