πολυμέλαθρος
English (LSJ)
Ep. πουλ-, ον,
A with many halls or temples, Call.Dian.225.
German (Pape)
[Seite 666] poet. πουλυμ., mit vielen Gemächern, Callim. H. 3, 225; Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠμέλαθρος: Ἐπικ. πουλ-, ον, ὁ ἔχων πολλὰ μέλαθρα, πολλοὺς ναούς, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 225, Νάνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 14. 2.