ὁ, ἡ, gen. βρῶτος,
A gnawing, corroding, στόνος S.Ph.695(lyr.).
[Seite 433] στόνος, stark fressend, heftig quälend, Soph. Phil. 688.
βᾰρυβρώς: ὁ, ἡ, κατατρώγων, φθείρων, στόνος Σοφ. Φ, 695.