ἀκονιτικός
English (LSJ)
ή, όν,
A made of ἀκόνιτον, X.Cyn.11.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκονῑτικός: -ή, -όν, ἐξ ἀκονίτου κατεσκευασμένος, Ξεν. Κυν. 11. 2.
ή, όν,
A made of ἀκόνιτον, X.Cyn.11.2.
ἀκονῑτικός: -ή, -όν, ἐξ ἀκονίτου κατεσκευασμένος, Ξεν. Κυν. 11. 2.