A push together, Opp.H.5.602.
[Seite 967] zusammentreiben, hineinthun, στρόμβους συγκέλσαντες Opp. Hal. 5, 602.
συγκέλλω: ὠθῶ ὁμοῦ, συνωθῶ, σπρώχνω, Ὀππ. Ἁλ. 5. 602.