τό,
A lees of oil,= ἀμόργη, Hsch. (-τρωγ- cod.).
[Seite 789] τό, Oelhefe, Oeltrester, Hesych.
ἐλαιότρῠγον: τό, ὑποστάθμη τοῦ ἐλαίου· ἀλλαχοῦ ἀμόργη, amurca, Ἡσύχ.