Ἀδωναία
English (LSJ)
ἡ, epith. of Aphrodite, Orph.A.30; cf. Ἀδω- νιάς.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀδωναία: ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Ὀρφ. Ἀργ. 30, πρβλ. Ἀδωνιάς.
ἡ, epith. of Aphrodite, Orph.A.30; cf. Ἀδω- νιάς.
Ἀδωναία: ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Ὀρφ. Ἀργ. 30, πρβλ. Ἀδωνιάς.