δαμαντήρ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A tamer, v.l. in Alcm.9.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμαντήρ: ὁ, ὁ ἡμερώνων, τιθασεύων, Ἀλκμὰν 3· ἴδε Σχόλ. Βεν. εἰς Ὀδ. Ξ. 216. ἡ ὀρθ. γρ. δματήρ.
ῆρος, ὁ,
A tamer, v.l. in Alcm.9.
δᾰμαντήρ: ὁ, ὁ ἡμερώνων, τιθασεύων, Ἀλκμὰν 3· ἴδε Σχόλ. Βεν. εἰς Ὀδ. Ξ. 216. ἡ ὀρθ. γρ. δματήρ.